
Την αποφράδα ημέρα που διώξανε τους χίπις από τα Μάταλα, αρκετοί από αυτούς πήραν τα όρη και τα βουνά ώσπου έφτασαν σε γραφικά, απάτητα χωριά της περιοχής που είχαν να δουν ξένο από τη μάχη της Κρήτης. Σε κάποιο λοιπόν ανυπόταχτο κρητικό χωριό έσκασε μύτη ένας γενειοφόρος, μακρυμάλλης τύπος ντυμένος αρκούντως περίεργα που πολύ εντυπωσίασε τους αυτόχθονες ιθαγενείς. Τον πήγανε στο καφενείο, τον περιεργάστηκαν, μην είναι κανάς άγιος σκέφτηκαν, αλλά γρήγορα άλλαξαν γνώμη, και στο τέλος τον πλάκωσαν στις τσικουδιές και στα κοψίδια. Ο μυστηριώδης ξένος έμεινε στο χωριό και κάποιοι αυτόχθονες ιθαγενείς που ρώτησαν στη μεγάλη πόλη έμαθαν ότι τα περίεργα αυτά όντα λέγονται τουρίστι. Ο τουρίστι λοιπόν βρήκε ωραία φιλοξενία στο χωριό και μια μέρα πήγε κι έφερε και τους φίλους του, τάλε κουάλε μ’ εκείνον.
Σύντομα το κάθε σπίτι στο χωριό απέκτησε και τον τουρίστι του, τους έβαλαν και στο χωράφι να δουλέψουν, αλλά οι τουρίστι δεν είχαν αντοχές και έτσι σιγά-σιγά μεταμορφώθηκαν σε χαριτωμένα οικόσιτα pet. Συχνά άκουγες τις γιαγιάδες να φωνάζουν η μια στην άλλη όταν έφευγαν μερικές μέρες από το χωριό: «Να μου ποτίζεις τα λουλούδια, να μου ταϊζεις τις κότες και να μου προσέχεις τον τουρίστι». Οι τουρίστοι έφεραν μαζί τους κι ένα ωραίο φυτό, το πότιζαν, γέμισαν οι αυλές με δαύτο, το πήραν μέχρι και στον περίβολο της εκκλησίας και το βάλανε διακοσμητικό.
Ώσπου μια μέρα έκαναν ντου οι χωροφύλακες, ξερίζωσαν τα φυτά τους και έδιωξαν τους τουρίστοι από το χωριό. Τριάντα χρόνια μετά οι τουρίστοι, μεσήλικες πια, γύρισαν στο χωριό για να ξαναθυμηθούν τα παλιά. Η ιστορία είναι αληθινή, τη διάβασα πριν από χρόνια σε κάποιο κρητικό περιοδικό, μάλλον στις Στιγμές, και τη θυμήθηκα σήμερα, διότι ως γνωστόν ό,τι θυμάμαι χαίρομαι.